ἀποξυρήσας

ἀποξυρήσας
ἀποξυρήσᾱς , ἀποξύρω
get shaved
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀποξυρήσᾱς , ἀποξυράω
shave clean
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀποξυρήσᾱς , ἀποξυρέω
shave clean
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”